παραπικρασμός

παραπικρασμός
3894 παραπικρασμός
{сущ., 2}
ропот, раздражение (Евр. 3:8, 15).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παραπικρασμός" в других словарях:

  • παραπικρασμός — provocation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπικρασμός — ὁ, Α [παραπικραίνω] εξόργιση, ερεθισμός …   Dictionary of Greek

  • παραπικρασμοῦ — παραπικρασμός provocation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπικρασμῷ — παραπικρασμός provocation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπικρασμόν — παραπικρασμός provocation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»